φεουδαρχικός

φεουδαρχικός
η , ό[ν] феодальный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "φεουδαρχικός" в других словарях:

  • φεουδαρχικός — ή, ό, Ν [φεουδάρχης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φεουδαρχία ή στον φεουδάρχη 2. φρ. «φεουδαρχικό σύστημα» η φεουδαρχία, ο φεουδαρχισμός. επίρρ... φεουδαρχικώς και φεουδαρχικά Ν κατά το φεουδαρχικό σύστημα …   Dictionary of Greek

  • φεουδαρχικός — ή, ό επίρρ. ά βλ. φεουδαλικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • μαφία — (Mafia). Δίκτυο παράνομων εγκληματικών οργανώσεων, σικελικής προέλευσης. Η ετυμολογία της λέξης μ. είναι αβέβαιη· πιθανολογείται ότι προέρχεται από την αραβική λέξη μέχια = καυχησιολογία, η οποία σημαίνει στην κυριολεξία νταηλίκι, κομπασμός. Όπως …   Dictionary of Greek

  • φεουδαλικός — ή, ό, Ν φεουδαρχικός. επίρρ... φεουδαλικώς και φεουδαλικά Ν κατά το φεουδαλικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feodal, αγγλ. feudal < μτγν. λατ. feodalis / feudalis < feodum / feudum (βλ. λ. φέουδο). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Γερ.… …   Dictionary of Greek

  • Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …   Dictionary of Greek

  • φεουδαλικός — φεουδαλικός, ή, ό και φεουδαρχικός, ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φέουδο ή το φεουδάρχη ή το φεουδαλισμό, ο τιμαριωτικός: Φεουδαλικό σύστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»